- χαρακτηριστική
- χαρακτηριστικόςcharacteristicfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαρακτηριστικῇ — χαρακτηριστικός characteristic fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιδηροηλεκτρισμός — Χαρακτηριστική ιδιότητα μερικών κρυσταλλικών διηλεκτρικών υλικών να παρουσιάζουν μια αυτόματη πόλωση, η οποία μπορεί να αλλάζει σημείο, εξαιτίας της δράσης ενός ηλεκτρικού πεδίου που εφαρμόζεται εξωτερικά. Η αυτόματη πόλωση μειώνεται με την… … Dictionary of Greek
ένστικτο — Χαρακτηριστική τάση ενός είδους, η οποία είναι κληρονομική και συνεπώς δεν οφείλεται στη μάθηση, και εξωτερικεύεται με μια περίπλοκη και στερεότυπη συμπεριφορά. Ουσιώδης προϋπόθεση για να μπορεί να χαρακτηριστεί ενστικτώδης ένας ορισμένος τύπος… … Dictionary of Greek
αερόταξη — Χαρακτηριστική περίπτωση που εμφανίζεται σε πολλά βακτήρια και αφορά τη συμπεριφορά τους απέναντι στην παρουσία οξυγόνου, στο μέρος στο οποίο βρίσκονται. Η α. μπορεί να είναι θετική ή αρνητική. Στην πρώτη περίπτωση τα βακτήρια μετατοπίζονται προς … Dictionary of Greek
αναβίωση — Χαρακτηριστική ικανότητα διαφόρων ζωικών (π.χ. πρωτόζωων και βοαδυπόρων) και φυτικών οργανισμών (όπως οι λειχήνες, οι μύκητες και τα βακτήρια) να αποκτούν πάλι την κανονική ζωτικότητα έπειτα από μια περίοδο αναστολής της, λόγω εξωτερικών αιτιών,… … Dictionary of Greek
αναπαραγωγή — Χαρακτηριστική λειτουργία όλων των ζωντανών συστημάτων, που έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση, συνέχιση και εξέλιξη του φαινομένου της ζωής σε νέους οργανισμούς, με τελικό επακόλουθο τη διατήρηση και διαιώνιση του είδους τους. Η α. είναι απόλυτα… … Dictionary of Greek
ελαστικότητα — Χαρακτηριστική ιδιότητα ορισμένων σωμάτων –των ελαστικών–, τα οποία, αν υποβληθούν σε μια παραμορφωτική δράση, τείνουν να επανακτήσουν την αρχική τους κατάσταση, όταν σταματά αυτή η δράση. Τα πιο γνωστά παραδείγματα ελαστικών σωμάτων είναι τα… … Dictionary of Greek
ολκιμότητα — Χαρακτηριστική ιδιότητα ορισμένων υλικών, ιδίως μεταλλικών, που επιτρέπει τη μετατροπή τους σε λεπτότατα σύρματα. Τα περισσότερο όλκιμα υλικά είναι ο λευκόχρυσος, ο χρυσός, ο άργυρος, ο χαλκός, ο κασσίτερος, ο ψευδάργυρος και τα κράματά τους. Η ο … Dictionary of Greek
σκληρότητα — Χαρακτηριστική αντίσταση που παρουσιάζουν τα στερεά σώματα όταν προσπαθούμε να διεισδύσουμε μέσα σ’ αυτά ή να τα χαράξουμε με ένα άλλο σώμα. Τούτο αντιστοιχεί στην αντίσταση που προβάλλουν τα σώματα σε τοπικές πλαστικές παραμορφώσεις, ή,… … Dictionary of Greek
αμφοτερισμός ή επαμφοτερισμός — Χαρακτηριστική ιδιότητα που έχουν τα υδροξυλικά παράγωγα μερικών χημικών στοιχείων (τα οποία ονομάζονται επαμφοτερίζοντα στοιχεία) να συμπεριφέρονται είτε ως βάσεις είτε ως οξέα. Επαμφοτερίζοντα στοιχεία είναι κατά κανόνα οι ασθενείς βάσεις και… … Dictionary of Greek